ὠκιμοειδής

ὠκιμοειδής
ὠκῐμοειδής, ές,
A like ὤκιμον, neut. as Adv.,

ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280

.
II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.
2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.
4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὠκιμοειδής — like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκιμοειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με το φυτό ώκιμο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία* β) είδος τού φυτού χαμαιλέων γ) το φυτό κλινοπόδιο δ) το φυτό …   Dictionary of Greek

  • ὠκιμοειδές — ὠκιμοειδής like masc/fem voc sg ὠκιμοειδής like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκιμοειδοῦς — ὠκιμοειδής like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκιμώδης — ῶδες, Α [ὤκιμον] ὠκιμοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”